Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τόξων ἐῢ εἰδώς

См. также в других словарях:

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • αντιμέρεια — η (Α ἀντιμέρεια κ. ία) (Γραμμ.) σχήμα του λόγου κατά το οποίο σε μια φράση τοποθετείται μετοχή αντί ονόματος, π.χ. «τόξων εἰδώς τόξων εἰδήμων» νεοελλ. η επανάληψη ομοειδών μερών ή οργάνων του σώματος ενός οργανισμού γύρω από έναν κύριο ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»